- χρυσομάλλου
- χρῡσομάλλου , χρυσόμαλλοςwith golden woolmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απανταχούσα — η 1. πατριαρχική εγκύκλιος 2. εγκύκλιος αρχιερέα ή ηγουμένου την οποία απευθύνει προς το ποίμνιο ή τους μοναχούς που ανήκουν στη δικαιοδοσία του 3. επιτιμητικό έγγραφο ή επιστολή 4. αυστηρή επίπληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < απανταχού + (κατάλ.) σα κατά τα… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
παράσημο — Διακριτικό σήμα, που απονέμεται από το κράτος ως ηθική ανταμοιβή για ιδιαίτερες υπηρεσίες προς το έθνος, την κοινωνία, τις επιστήμες, τα γράμματα κλπ. Η προέλευσή του συνδέεται με τα θρησκευτικά τάγματα και τα τάγματα των ιπποτών που… … Dictionary of Greek
πρόμαχος — Oνομασία μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Παρθενοπαίου και της νύμφης Κλυμένης, που σκοτώθηκε πολεμώντας στη Θήβα. 2. Γιος του Αίσονα, βασιλιά της Ιωλκού, που τον σκότωσε ο Πελίας, μετά την αναχώρηση του Ιάσονα προς αναζήτηση του χρυσόμαλλου… … Dictionary of Greek
φρίξος — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας: γιος του Βοιωτού βασιλιά Αθάμαντα, έφυγε με την αδελφή του Έλλη, για vα αποφύγει την έχθρα της μητριάς του, χάρη στη θαυμαστή επέμβαση ενός χρυσόμαλλου κριού που έστειλε η μητέρα τους Νεφέλη. Ο κριός πήρε… … Dictionary of Greek
φριξός — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας: γιος του Βοιωτού βασιλιά Αθάμαντα, έφυγε με την αδελφή του Έλλη, για vα αποφύγει την έχθρα της μητριάς του, χάρη στη θαυμαστή επέμβαση ενός χρυσόμαλλου κριού που έστειλε η μητέρα τους Νεφέλη. Ο κριός πήρε… … Dictionary of Greek
χρυσομάλλης — α, ικο, θηλ. και χρυσομαλλού και χρυσομαλλούσα, Ν αυτός που έχει ξανθά και λαμπερά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + μάλλης (< μαλλί), πρβλ. σγουρο μάλλης] … Dictionary of Greek
Απολλώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κρόνος (4ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από την Κυρηναία, δάσκαλος του φιλοσόφου Διόδωρου. 2. Α. ο Ρόδιος (Αλεξάνδρεια 295; – Ρόδος 215; π.Χ.). Ο επιφανέστερος επικός ποιητής της αλεξανδρινής περιόδου. Παιδαγωγός… … Dictionary of Greek
Αργοναύτες — Μυθικοί ήρωες που πήραν μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, ένα από τα περιφημότερα γεγονότα που αναφέρει η ελληνική μυθολογία και το οποίο τραγούδησε η ελληνική ποίηση από τον Όμηρο έως τον Απολλώνιο τον Ρόδιο. Σκοπός της εκστρατείας ήταν να… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek